15η Ιουλίου 1974 | Η αρχή για την μεγαλύτερη τραγωδία της Κυπριακής Δημοκρατίας
Defence Redefined
Published on 15/07/2022 at 17:50

Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 στην Κύπρο αποτέλεσε την απαρχή της μεγαλύτερης τραγωδίας για την Κυπριακή Δημοκρατία που δεν είναι άλλη από την Τουρκική Εισβολή. 

Το χρονικό της προδοσίας

Οι πληροφορίες και φήμες για ένα πιθανό πραξικόπημα στην Κύπρο κυκλοφορούσαν για καιρό, ιδίως μετά την απόπειρα δολοφονίας του Μακαρίου του 1970, ενώ οι παρασκηνιακές διεργασίες για την προετοιμασία του μετρούσαν αρκετές εβδομάδες πριν την 15η Ιουλίου.

Στις αρχές Ιουλίου του 1974, η ένταση μεταξύ των κυβερνήσεων των Ελλάδος (χούντα των συνταγματαρχών) και Κύπρου κορυφώθηκε. Την 1η Ιουλίου το Υπουργικό Συμβούλιο της Κυβέρνησης Μακαρίου είχε αποφασίσει τη μείωση της στρατιωτικής θητείας στην Εθνική Φρουρά (Ε.Φ) σε 14 μήνες (από τους 18 που είχαν οριστεί το 1964, με τον νόμο για την ίδρυση της Ε.Φ.), καθώς και τη μείωση του αριθμού των Ελλήνων αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς. Στις 2 Ιουλίου 1974, με επιστολή του προς τον Έλληνα στρατηγό, Φαίδωνα Γκιζίκη, ο Μακάριος κατηγόρησε την ελληνική κυβέρνηση για ανάμιξη στις εναντίον του συνωμοσίες και στήριξη της ΕΟΚΑ Β’ και αξίωνε να ανακληθούν στην Ελλάδα 650 Έλληνες αξιωματικοί, που υπηρετούσαν στην Εθνική Φρουρά.

Σημειώνεται ότι η Εθνική Φρουρά, ιδρύθηκε το 1964 και ουσιαστικά αντικατέστησε τις ένοπλες δυνάμεις που προβλέπονταν στον Κυπριακό Στρατό μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων το 1963. Η Εθνική Φρουρά στελεχώθηκε από αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, οι οποίοι μαζί με Κύπριους συναδέλφους τους και εθελοντές ανέλαβαν την οργάνωση και την εκπαίδευση του προσωπικού της. Για τον σκοπό αυτό, μεταφέρθηκε στην Κύπρο η Ελληνική Μεραρχία και δημιουργήθηκε η Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Άμυνας Κύπρου (ΑΣΔΑΚ), την αρχηγία της οποίας ανέλαβε αρχικά ο Στρατηγός Γεώργιος Γρίβας.

Το πραξικόπημα της Χούντας των συνταγματαρχών τον Απρίλιο του 1967 στην Ελλάδα, τα αιματηρά γεγονότα στον τουρκοκυπριακό θύλακα της Κοφίνου τον Νοέμβριο του 1967 και στη συνέχεια η αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο, είχαν σαν αποτέλεσμα η ένταση μεταξύ κυπριακής και ελληνικής κυβέρνησης να ενισχύεται.

Στο μεταξύ, ο Γεώργιος Γρίβας, που παραιτήθηκε από την αρχηγία της ΑΣΔΑΚ το 1967, επέστρεψε στην Κύπρο το 1971, για να ηγηθεί της ΕΟΚΑ Β’, οργάνωσης που αξίωνε να συνεχίσει το έργο της ΕΟΚΑ. Σύνθημα της ΕΟΚΑ Β’ ήταν η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, το οποίο έβρισκε απήχηση σε μία μερίδα της ελληνοκυπριακής κοινότητας του νησιού, την οποία μεθοδικά και συστηματικά η ελληνική χουντική κυβέρνηση έστρεφε εναντίον της πολιτικής που ακολουθούσε ο Μακάριος.

Το πρωινό της 15ης Ιουλίου 1974

Τμήματα της Εθνικής Φρουράς, με τον εξοπλισμό που διέθεσε για τη διεξαγωγή του πραξικοπήματος η χούντα, υπό τις εντολές του επιτελάρχη της Ε.Φ., Ταξίαρχου Μιχαήλ Γεωργίτση, έλαβαν οδηγίες να επιτεθούν στο Προεδρικό Μέγαρο το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974. 

Γύρω στις 8 το πρωί ο Μακάριος υποδεχόταν στο Προεδρικό ομάδα παιδιών από την ελληνική παροικία της Αιγύπτου. Στις 8:20, μονάδες τεθωρακισμένων αρμάτων (ρωσικής προέλευσης T-34, βρετανικά ελαφρά θωρακισμένα Marmon-Herrington και θωρακισμένα μεταφορας προσωπικού BTR με δυνάμεις καταδρομών κινήθηκαν προς το Προεδρικό και άρχισαν να βάλουν με πυρά. 

Στην επίθεση, οι δυνάμεις που έλαβαν μέρος ήταν η 31η και η 33η μοίρες καταδρομών, η ίλη αρμάτων της 21ης επιλαρχίας μέσων αρμάτων και της 23ης επιλαρχίας αναγνώρισης, 2 τάγματα πεζικού από την Κερύνεια και 2 λόχοι της ΕΛΔΥΚ. Διοικητής των αρμάτων της 21ης ήταν ο επίλαρχος Κορκόντζελος, της 23ης ο αντισυνταγματάρχης Λαμπρινός, ενώ των καταδρομών ο ταγματάρχης Δαμασκηνός.

Στην επίθεση κατά του προεδρικού μεγάρου αλλά και λοιπών εγκαταστάσεων όπως η Αρχιεπισκοπή αμύνθηκαν δυνάμεις της Προεδρικής Φρουράς, του Εφεδρικού Σώματος (ένοπλο τμήμα από αστυνομικούς το οποίο συγκροτήθηκε από τον Μακάριο για αναχαίτιση των ενεργειών της ΕΟΚΑ Β) και της Αστυνομίας. 

Κατά την διάρκεια της επίθεσης στο προεδρικό, ο Μακάριος κατάφερε με τη συνοδεία δύο ανδρών της φρουράς του να δραπετεύσει από τη δυτική πλευρά του κτιρίου και αφού βγήκε από τον κήπο του μεγάρου προς την κοίτη του παρακείμενου ρέματος, κατευθύνθηκε προς το μοναστήρι του Κύκκου, όπου και βρήκε καταφύγιο. 

Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος όταν έφτασε στο μοναστήρι του Κύκκου άκουσε στο ΡΙΚ το οποίο είχε περιέλθει στους πραξικοπηματίες, να αναγγέλλεται ο θάνατός του.

Σε διάψευση της ανακοίνωσης που εξέπεμψε το ΡΙΚ, ο Μακάριος χρησιμοποιώντας ένα μικρό τον πομπό απευθύνθηκε στους πολίτες λέγοντας: 

«Ελληνικέ Κυπριακέ Λαέ! Γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Γνωρίζεις ποιος σου ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος. Είμαι εκείνος τον οποίο συ εξέλεξες διά να είναι ο ηγέτης σου. Δεν είμαι νεκρός. Είμαι ζωντανός. Και είμαι μαζί σου, συναγωνιστής και σημαιοφόρος εις τον κοινόν αγώνα. Το πραξικόπημα της χούντας απέτυχε. Εγώ ήμουν ο στόχος της και εγώ, εφόσον ζω, η Χούντα εις την Κύπρον δεν θα περάση. Η Χούντα απεφάσισε να καταστρέψη την Κύπρο. Να την διχοτομήση. Αλλά δεν θα το κατορθώση. Πρόβαλε παντοιοτρόπως αντίστασιν εις την Χούντα. Μη φοβηθής. Ενταχθήτε όλοι εις τας νομίμους δυνάμεις του κράτους. Η Χούντα δεν πρέπει να περάση και δεν θα περάση. Νυν υπέρ πάντων ο αγών!»

Οι πρώτες μέρες μετά το πραξικόπημα

Πρόεδρος αμέσως μετά το πραξικόπημα τοποθετήθηκε ο Νίκος Σαμψών που στη συνέχεια ανακήρυξε την “Ελληνική Δημοκρατία της Κύπρου”. Ο Μακάριος μέσω Μάλτας και Λονδίνου έφτασε στην Νέα Υόρκη, όπου στις 19 Ιουλίου έλαβε μέρος στην σύσκεψη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Εκεί, κατήγγειλε την χούντα των Αθηνών για εισβολή. 

Οι νεκροί κατά την διάρκεια του πραξικοπήματος ανήλθαν σε 91 άτομα και 250 τραυματίες.

Η εισβολή

Στις 20 Ιουλίου, η Τουρκία επικαλούμενη το άρθρο 4 της συνθήκης Εγγυήσεων, εισέβαλε στην Κύπρο. Στις 23 Ιουλίου ο Νίκος Σαμψών προ της διαφαινόμενης κατάρρευσης παραιτήθηκε, όπως και το στρατιωτικό καθεστώς στην Ελλάδα.

Όμως τα γεγονότα στην Κύπρο συνέχισαν να ξετυλίγονται και με μια δεύτερη επιχείρηση, τον Ατίλλα ΙΙ, τον Αύγουστο του ιδίου έτους, η Τουρκία κατέλαβε το 36% των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας και εκτόπισε 180 χιλιάδες Κύπριους (άλλες 20.000 παρέμειναν εγκλωβισμένοι), ενώ συνολικά σκοτώθηκαν περίπου 3.000 ελληνοκύπριοι.

Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 1974. Αφού επανήλθε στην εξουσία απένειμε χάρη στους πραξικοπηματίες και στα μέλη της ΕΟΚΑ Β’- οι οποίοι υπολογίζονται γύρω στις πέντε χιλιάδες ενεργά μέλη και παρέμεινε πρόεδρος μέχρι το θάνατό του στις 03 Αυγούστου 1977.

Από το 1974 μέχρι σήμερα συνεχίζονται συνομιλίες για ειρηνική και δίκαιη επίλυση του Κυπριακού Προβλήματος με τον κίνδυνο της μόνιμης διχοτόμησης του νησιού να είναι πιο υπαρκτός από ποτέ.

Διαβάστε επίσης: Ανακήρυξη ψευδοκράτους και Ελληνικά F-5 | Συγκλονιστική μαρτυρία του Υποπτέραρχου ε.α. Γαβριήλ Δημητρίου

NEWSLETTER SUBSCRIPTION

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Pin It on Pinterest

Share This