ΑΠΟΨΕΙΣ

ΑΠΟΨΕΙΣ

«Ελληνική Επανάσταση»: Η Γεωστρατηγική των Μεγάλων Δυνάμεων

Δρ. Παύλος Ι. Κοκτσίδης*

Published on 25/03/2021 at 13:57

Με αφορμή τον εορτασμό των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση, οι εκδηλώσεις μνήμης σε Ελλάδα, Κύπρο και Διασπορά, προσφέρουν μια εξαιρετική ευκαιρία για την αναβίωση της πλούσιας προφορικής μας παράδοσης αλλά και για την επανεξέταση του ιστορικού χρονικού των εσωτερικών διεργασιών των εξεγερμένων Ελλήνων κατά την διάρκεια της επαναστατικής περιόδου 1821-1830. 

Οι βίοι και η προσφορά των αγωνιστών, η συμμετοχή των ελληνικών κοινοτήτων της Διασποράς στο επαναστατικό έργο, τα ηρωικά πεδία των μαχών, οι θυσίες που συγκλόνισαν και ο επίμονος αγώνας για εθνική ανεξαρτησία, καθώς και οι εσωτερικές έριδες, οι μηχανορραφίες και ο ρόλος των εξωτερικών δρώντων, αναδεικνύουν το συναφές ιστορικό κεφάλαιο με το οποίο συνδέεται, πνευματικά και πολιτικά, ο σύγχρονος Έλληνας. Το ιστορικό κεφάλαιο που ουσιαστικά προσδιόρισε την έννοια, αλλά και εν πολλοίς, την πολιτική μοίρα του «Ελληνισμού» στον νεωτερικό κόσμο. 

Στα πλαίσια μιας συνολικότερης όμως ανασκόπησης των  πολύ-επίπεδων πτυχών της Ελληνικής Επανάστασης, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η έκβαση της Ελληνικής Επανάστασης και Ανεξαρτησίας, υπήρξαν έντονα συνδεδεμένες, κατ’ ακρίβεια εξαρτώμενες, από το διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον και τις διακυμάνσεις  των ανταγωνιστικών και συμβιβαστικών δυναμικών της Ευρωπαϊκής πολιτικής των αρχών του 19ου αιώνα. Έτσι λοιπόν, θα ήταν χρήσιμο να διακρίνουμε τις επιρροές και επιπτώσεις των διεθνών συσχετισμών της εποχής αναφορικά με την τροπή του ελληνικού αγώνα για ανεξαρτησία ως αφετηρία άντλησης διαχρονικών μηνυμάτων.    

Η Γεωστρατηγική των Μεγάλων Δυνάμεων  

Οι συντηρητικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις του πρώιμου 19ου αιώνα υπήρξαν γενικά επιφυλακτικές, ως και αρνητικές στο ενδεχόμενο αποδοχής των ελληνικών αιτημάτων ή ανάμειξης τους στα εσωτερικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο ΥΠΕΞ της Μεγάλης Βρετανίας Ροβέρτος Στούαρτ Κάσλρει (1812-1822 – Robert Stuart Castlereagh) στάθηκε κάθετα αντίθετος σε κάθε ενδεχόμενο διατάραξης του status quo, των αυτοκρατορικών πολιτικών παραδόσεων και της υφιστάμενης κατανομής ισχύος, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετα το Συνέδριο της Βιέννης (1815). Την ίδια, φαινομενικά τουλάχιστον, αντίληψη υιοθέτησε και η Τσαρική Ρωσία, με την καταδίκη της εξέγερσης των Ελλήνων στην Μολδοβλαχία. Η Αυστρία, γεωπολιτικά συμπιεσμένη στον βόρειο «Γερμανικό χώρο» από την Πρωσία, την ασταθή και απρόβλεπτη Γαλλία και την θηριώδη γειτνιάζουσα Ρωσία, αλλά και νοτίως συνορεύουσα με την ίδια την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με την οποία είχε διεξαγάγει μια σειρά αμφίρροπων αναμετρήσεων στα Βαλκάνια τον 18ο αιώνα, δεν είχε περιθώρια επιλογών πέραν της άκαμπτης προσκόλλησης στις βασικές αρχές της γεωπολιτικής συντήρησης. 

Διαβάστε επίσης: 23 Σεπτεμβρίου 1821 | Η άλωση της Τριπολιτσάς και η εδραίωση της Επανάστασης

Ως η πλέον εύθραυστη πολυεθνική αυτοκρατορία, χωρίς πολεμικό στόλο και με περιορισμένη πρόσβαση στη Αδριατική θάλασσα (Δαλματικές ακτές), η Αυστριακή Αυτοκρατορία είχε όπως ήταν φυσικό, καταληφθεί από ζωτικές ανασφάλειες. Στην ελεγχόμενη δε υπό του Συνεδρίου της Βιέννης Γαλλία, η επαναφορά στο «παλαιό καθεστώς» δεν επέτρεπε πολιτικούς ακροβατισμούς με επαναστατικά αντι-αυτοκρατορικά κινήματα προς όφελος γεωπολιτικών επιδιώξεων. 

Κατά μια έννοια όμως, η διεθνής εμπλοκή στο Ελληνικό Ζήτημα ήταν το αποτέλεσμα μιας προκύπτουσας γεωπολιτικής αναγκαιότητας που εκπήγαζε από το ίδιο το πολυπολικό σύστημα, η οποία εν τέλει εξώθησε τα εμπλεκόμενα μέρη σε συμβιβασμό. Το πολυπολικό σύστημα των αρχών του 19ου αιώνα έπαιξε  μάλλον καθοριστικό ρόλο στην έκβαση του Ελληνικού Ζητήματος. Γενικά, η διατήρηση της σταθερότητας στο πολυπολικό σύστημα εξαρτάται από την κατανομή της ισχύος σε πέραν από δυο πόλους ισχύος, και απειλείται συνήθως από κάποιου είδους δυσανάλογη ενίσχυση κάποιου ή κάποιων εκ των πόλων ισχύος. 

Όταν ένας εκ των πόλων ενισχυθεί ραγδαία ή δυσανάλογα και αναπτύξει δυνατότητες που επιτρέπουν διεκδικήσεις οι οποίες πιθανόν να υπερβαίνουν το status quo, τότε η πιθανότητα διατάραξης αυξάνει την ανασφάλεια, οδηγώντας έτσι σε συσπειρώσεις αποτροπής. Το πολυπολικό σύστημα, απαιτεί συνήθως πολύπλοκους συμβιβασμούς για την αποφυγή συγκρούσεων, μεταξύ κρατών με ιδιαίτερη βαρύτητα στην ισορροπία ισχύος, πράγμα το οποίο φυσικά δεν είναι πάντοτε εφικτό. Η σταθερότητα επομένως εξαρτάται από την προδιάθεση και τοποθέτηση των πολλαπλών αντίβαρων στην πλάστιγγα ισχύος. 

Πράγματι, η σταδιακή υποστήριξη των ελληνικών αιτημάτων υπήρξε παράγωγο, μεταξύ άλλων φυσικά, των ιδίων των ανταγωνισμών στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο. Η Βρετανία, καχύποπτη για την υποτιθέμενη Ρωσική υποκίνηση και εμπλοκή, – παρά τις καταδικαστικές διαβεβαιώσεις της τελευταίας -, και  συνειδητοποιώντας ότι η Ελληνική Επανάσταση διαθέτει δυναμική, υιοθέτησε από το 1824 κι έπειτα μια πολιτική ευνοϊκής προσέγγισης προς το ελληνικό ζήτημα, ως αντίβαρο στον υποτιθέμενο κίνδυνο μονομερούς δράσης ή απροσδόκητης εμπλοκής της Τσαρικής Ρωσίας υπέρ των Ελλήνων. Ένα ανεξάρτητο ελληνικό κράτος θα μπορούσε να εμποδίσει την εγκατάσταση της Ρωσίας στην Μεσόγειο και να ενσωματώσει την ανατολική μεσόγειο στο ναυτεμπορικό δίκτυο και σφαίρα επιρροής της Βρετανίας. Η υποβόσκουσα έλλειψη εμπιστοσύνης αναμεταξύ των ευρωπαϊκών μοναρχιών υπέσκαπταν τις διακηρυγμένες αρχές της Βιέννης του 1815, οι οποίες μάλιστα επικυρώθηκαν στο Συνέδριο του Λάιμπαχ (1821) και της Βερόνας (1822), με αφορμή την διαφαινόμενη ευκαιρία για εμπλοκή στην πολύτιμη στρατηγικά Μεσόγειο. 

Ο ανταγωνισμός για αύξηση της ισχύος επισκίασε τα ζητήματα αρχών. Πράγματι, όταν το 1821 ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση, ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’ αμφιταλαντευόταν μεταξύ της πρόσδεσης στις αρχές της «Ιερής Συμμαχίας» και της πάγιας πολιτικής της Ρωσίας για επέκταση και εξασφάλιση ενός ασφαλούς νότιου διαδρόμου με την συρρίκνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το Νοέμβριο του 1825, ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’ απεβίωσε και τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Νικόλαος Α’. Δυναμικότερος και αποφασιστικότερος, ο Τσάρος Νικόλαος αντιλήφθηκε την πρόδηλη ενίσχυση της Βρετανικής «φιλελληνικής» επιρροής στο ελληνικό ζήτημα, κλιμακώνοντας τις πιέσεις, κατ’ ουσίαν τις απειλές πολέμου, κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ώστε να ενισχύσει την εμπλοκή του στην Οθωμανική κρίση, και πιθανότητα, να εκβιάσει μια συμβιβαστική λύση υπό την αιωρούμενη απειλή ανάληψης μονομερούς ενέργειας ή ακούσιας συμπλοκής, μεταξύ της Ρωσίας και των ενδιαφερομένων Ευρωπαϊκών κρατών, κυρίως της Βρετανίας. 

Διαβάστε επίσης: 24 Νοεμβρίου 1826 | Ο Καραϊσκάκης συνθλίβει τους Τούρκους στην Αράχωβα και αναζωπυρώνει την επανάσταση

Η Γαλλία δε, ενώπιον μιας αναδυόμενης Ρωσο-Βρετανικής συνεννόησης στην Μεσόγειο, ασκούσε μια διττή πολιτική. Τουλάχιστον μέχρι και το 1825,  η Γαλλία αφενός επιθυμούσε να διεισδύσει στο χώρο της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αφετέρου τροφοδοτούσε τον Αιγυπτιακό στόλο και το πεζικό του Μωχάμετ Άλη Πασά με επιτελικούς αξιωματικούς και εφόδια για τις επιχειρήσεις κατά των Ελλήνων στην Πελοπόννησο, με στόχο να δημιουργήσει μια αντι-συσπείρωση  (αντίβαρο), στην Βρετανική και Ρωσική διεισδυτικότητα υπονομεύοντας ταυτόχρονα την Οθωμανική κεντρική εξουσία, ώστε να εξαναγκάσει την συμμετοχή της στα ενδεχόμενα οφέλη ενός πιθανού συμβιβασμού. Η συρρίκνωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Μεσόγειο, θα μπορούσε προφανώς να έχει ευεργετικό αντίκτυπο για όλους, αναλόγως του μεριδίου επιρροής που θα ασκούσαν. Η Γαλλία, πιεζόμενη εσωτερικά, εισήχθη με στόχο να ανακτήσει το καταρρακωμένο κύρος της και την επιρροή της στην Μεσόγειο, αλλά φυσικά  και να μην επιτρέψει την ανεξέλεγκτη διείσδυση της Ρωσίας και Βρετανίας στον Μεσογειακό χώρο.

Αναμφίβολα, οι Σφαγές της Χίου, των Ψαρών και η πολιορκία του Μεσολογγίου, άσκησαν σημαντική επιρροή στην αστική κυρίως ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Προσέθεσαν μια έντονα δημοφιλή, ρομαντική αλλά και ηρωική χροιά στο ελληνικό ζήτημα και προσέδωσαν μια ηθική διάσταση ως προκάλυμμα της γεωστρατηγικής των Μεγάλων Δυνάμεων. Σε τελική ανάλυση, η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν μέλος του club των χριστιανικών μοναρχιών και γενικά αντιπροσώπευε ένα «εξωτικό» και «καθυστερημένο» Ισλαμικό καθεστώς το οποίο δεν έχει θέση στα Ευρωπαϊκά πράγματα. Ανταγωνιστικά μεν, αλλά συντηρητικά κατά βάση καθεστώτα, συμμετείχαν σε ένα δυναμικό γεωπολιτικό παίγνιο το οποίο οδήγησε στην συμβιβαστική πρόταση για την αυτονόμηση των επαναστατημένων περιοχών εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα πρότυπα ίσως των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. 

Μια συναινετική και ήπια αλλαγή στο status quo της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα διεύρυνε την γεωπολιτική πίτα για όλους, αυξάνοντας την επιρροή τους στην Βαλκανική Χερσόνησο και την Μεσόγειο, και παράλληλα θα διατηρούσε, έστω και τυπικά, την Οθωμανική επικυριαρχία. Η επίτευξη ενός πολιτικού συμβιβασμού, δηλαδή του Πρωτόκολλου της Πετρούπολης (1826) υπήρξε η εναρκτήρια συμβιβαστική πράξη ανάμεσα στην Μεγάλη Βρετανία και την Ρωσία. 

Το Πρωτόκολλο υπογράφηκε από τον Άγγλο στρατηγό Ουέλιγκτον (Arthur Wellesley, 1st Duke of Wellington) και τον (γερμανικής καταγωγής) Ρώσο υπουργό εξωτερικών Νέσελροντ (Karl von Nesselrode) και προέβλεπε την από κοινού δράση για την παύση των εχθροπραξιών στην επαναστατημένη Οθωμανική επικράτεια καθώς και την δια του πειθαναγκασμού διαμεσολάβηση για εκεχειρία και διαπραγματεύσεις. Με την είσοδο της Γαλλίας ως ενδιάμεσου εξισορροπιστή στην Συνθήκη του Λονδίνου στις 6 Ιουλίου 1827, προβλέφθηκε η παραχώρηση αυτονομίας στους Έλληνες και επικυρώθηκε η δυνατότητα  χρησιμοποίησης στρατού για εξαναγκασμό σε περίπτωση που οι δύο πλευρές δεν συνεργάζονταν.

Μετά την απόρριψη τελεσίγραφου προς την Υψηλή Πύλη για την αποδοχή διαμεσολάβησης των Μεγάλων Δυνάμεων,  οι πολεμικοί στόλοι της νέας συμμαχίας, κατέπλευσαν στις ακτές της Μεσσηνίας, στον κόλπο του Ναυαρίνο. Στο Ναυαρίνο το 1827, μια αποστολή επιβολής του τερματισμού της Τούρκο-Αιγυπτιακής πολιορκίας και εκκαθάρισης της Πελοποννήσου με διεθνή διαμεσολάβηση, κατέληξε στην ολέθρια συντριβή του Οθωμανικού στόλου. Η εξέλιξη προφανώς υπερέβη τα όρια και τις επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων, και ιδιαιτέρα της Μεγάλης Βρετανίας, οι οποίες επεδίωκαν με την προβολή ισχύος να εξαναγκάσουν μια διαπραγμάτευση χωρίς να αποξενώσουν πλήρως την Οθωμανική διοίκηση. Το ό,τι ο ναύαρχος Κόδριγκτον (Edward Codrington) τιμωρήθηκε με παύση καθηκόντων (αποπομπή από το αξίωμα) μετά την Ναυμαχία του Ναυαρίνου,  για άσκοπη χρήση βίας, παράβλεψη καθηκόντων κ.α., προδίδει εν μέρει και τα όρια διατάραξης του συστήματος. Φυσικά, η μάλλον ακούσια κλιμάκωση στο Ναυαρίνο, δημιούργησε τετελεσμένα,  δίνοντας μια καθοριστική τροχιά υπέρ της ανεξαρτησίας. 

Η Ελλάδα πέρασε πλέον οριστικά στο πεδίο της ανταγωνιστικής (όπως αργότερα αποδείχθηκε) επιρροής των Μεγάλων Δυνάμεων, αποκτώντας την ανεξαρτησία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, το οποίο υπογράφηκε στις 22 Ιανουαρίου 1830 μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Τα σύνορα επεκτάθηκαν μετά από αίτημα του Α’ Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια, στη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού το 1832.  

* Ειδικός Επιστήμονας Έρευνας και Διδασκαλίας Διεθνών Σχέσεων, Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Κύπρου  

Διαβάστε επίσης:

200 Χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση | Το χρονολόγιο του αγώνα σε βίντεο

**Οι απόψεις και/ή τα σχόλια που εκφράζονται στα άρθρα ανήκουν σε έκαστο συγγραφέα και δύναται να μην αποτελούν άποψη και/ή τοποθέτηση και/ή να υιοθετούνται ως έχουν από την εταιρεία και/ή τους διαχειριστές του ιστότοπου. Περισσότερα στους όρους χρήσης της ιστοσελίδας.

 

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΕ NEWSLETTER

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Pin It on Pinterest

Share This